- Καισαριανής, μονή
- Βυζαντινό μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Υμηττού, 6 χλμ. Α του κέντρου της Αθήνας. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στην περιοχή υπήρχε οικισμός από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με διάφορες αρχαίες μαρτυρίες, στον χώρο αυτό, που διατηρεί ακόμη τη γραφικότητά του, υπήρχαν ιερά άλση, ιαματικές πηγές και τόποι λατρείας γυναικείων θεοτήτων. Αργότερα, περίπου κατά τον 8ο αι., στον ίδιο χώρο χτίστηκε ιερό αφιερωμένο στη Ρέα, στην Κυβέλη ή στη Δήμητρα, από το οποίο έχουν βρεθεί λατρευτικά αντικείμενα: ενεπίγραφα όστρακα αγγείων (8ος αι. π.Χ.), αναθηματικοί κιονίσκοι, το μαρμάρινο ανάγλυφο με την καθισμένη θεά, σήμερα εντοιχισμένο επάνω από την κρήνη, και η αρχαϊκή κεφαλή κριού, που χρησίμευε ως κρουνός. Ιερό χαρακτήρα είχαν και οι πηγές της περιοχής. Η αρχαία Κύλλου Πήρα, που ταυτίστηκε με τη σημερινή πηγή Καλοπούλα (στη μέση του δρόμου μεταξύ της μ.Κ. και της μονής Aστερίου), εξασφάλιζε στις γυναίκες γονιμότητα και ευτεκνία. Ανάλογες ιαματικές ιδιότητες είχε και η πηγή που βρίσκεται στον σημερινό ναΐσκο της Ανάληψης, 200 μ. ΝΑ της μονής. Τη μεσαιωνική παράδοση για το θαυματουργό νερό της πηγής αυτής απηχεί το διήγημα του Παπαδιαμάντη Το θαύμα της Καισαριανής. Κατά τον 5o ή τον 6o αι. τη θέση του αρχαίου ιερού κατέλαβε παλαιοχριστιανικός ναός, από τον οποίο προέρχονται τα αρχιτεκτονικά μέλη που βρίσκονται σήμερα εντοιχισμένα στον βυζαντινό ναό.
Η μ.Κ. ιδρύθηκε στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αι. Ο ναός της (Εισόδια της Θεοτόκου), ένα από τα κομψότερα βυζαντινά μνημεία της Αττικής, ανήκει στον εγγεγραμμένο σταυροειδή τύπο και είναι χτισμένος, κατά τη βυζαντινή τεχνική, με λαξευμένους πωρόλιθους που περιβάλλονται από τούβλα (ισοδομική πλινθοπερίβλητη τοιχοδομία). Ο νάρθηκας με τον χαμηλό τρούλο προστέθηκε τον 17o αι. Μεταγενέστερο, επίσης, κτίσμα είναι ο προσαρτημένος δεξιά ναΐσκος με το μικρό καμπαναριό στην πρόσοψη. Στη δυτική πλευρά της μονής εκτείνονται η τραπεζαρία και το μαγειρείο και στη νότια δύο σειρές κελιών. Στη νοτιοανατολική γωνία βρίσκεται αρχαίο κτίσμα που χρησίμευε ίσως ως λουτρώνας, παρεκκλήσιο ή ελαιοτριβείο. Το εσωτερικό του κυρίως ναού καλύπτεται με τοιχογραφίες άριστης τέχνης, της Κρητικής σχολής (16ος αι.). Ο νάρθηκας τοιχογραφήθηκε το 1682 από τον Ιωάννη Ύπατο Πελοποννήσιο με δαπάνη του Αθηναίου ευπατρίδη Μπενιζέλου, όπως πληροφορεί η επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την είσοδο.
Από την ιστορία της μονής ελάχιστα είναι γνωστά. Το 1678 ανακηρύχθηκε σταυροπήγιο. Στην Επανάσταση του 1821 εγκαταλείφθηκε και η βιβλιοθήκη της μεταφέρθηκε για ασφάλεια στη Σαλαμίνα, στη μονή της Φανερωμένης, όπου όμως κάηκε. Επί Όθωνα λειτούργησε ως γυναικεία μονή και αργότερα κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο.
Η ονομασία της μονής, η οποία μαρτυρείται ήδη από το 1209, δεν είναι γνωστό πώς προέκυψε. Πιθανολογείται ότι συσχετίστηκε είτε με κάποια έπαυλη του Ιουλίου Καίσαρα, που ίσως υπήρχε εκεί, είτε με κάποιον μοναχό Καισάριο, υποτιθέμενο κτήτορα της μονής, είτε τέλος με εικόνα της Παναγίας που πιθανώς προερχόταν από την Καισάρεια.
Τοιχογραφία του ναού της μονής Καισαριανής.
Ο ναός της μονής της Καισαριανής, που ιδρύθηκε στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 12ου αι., είναι ένα από τα κομψότερα βυζαντινά μνημεία της Αττικής.
Dictionary of Greek. 2013.